κοδομεύς

κοδομεύς
κοδομ-εύς, έως, ,
A one who roasts barley, Hsch., perh. to be read in Ostr.Strassb. 583 (iii B.C.):—fem. [suff] κοδομ-εύτρια, Poll.1.246, Phot.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κοδομεύς — κοδομεύς, ό, θηλ. κοδομεύτρια (Α) αυτός που ψήνει κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοδομή] …   Dictionary of Greek

  • κοδομεύς — one who roasts barley masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοδομή — κοδομή, ἡ (Α) 1. γυναίκα που έψηνε κριθάρι 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὄνομα θεραπαίνης». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για δάνεια λ. μικρασιατικής προελεύσεως. Ως προς τα παράγωγα, από το κοδομή παρήχθη πιθ. το κοδομεύω και από το τελευταίο… …   Dictionary of Greek

  • κοδομεία — κοδομεία, η (Α) [κοδομεύς] το φρυγάνισμα τού κριθαριού …   Dictionary of Greek

  • κοδομείον — κοδομεῑον, ιων. τ. κοδομήιον, τὸ (Α) [κοδομεύς] το δοχείο μέσα στο οποίο έψηναν κριθάρι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”